- εμβαίνω
- (AM ἐμβαίνω)μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαιαρχ.1. εμποδίζω, παρεμβαίνω2. προχωρώ γρήγορα3. επιβιβάζομαι σε πλοίο4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι5. πατώ πάνω σε κάτι6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.)7. πατώ ακροποδητί8. ασχολούμαι9. περιπλέκομαι, ανακατεύομαι χωρίς τη θέληση μου10. περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου11. πατώ, βάζω το πόδι μου12. επιδίδομαι σε κάτι13. είμαι στερεωμένος, δεμένος14. εισάγω15. εμβατεύω*16. εκτελώ ρυθμικούς βηματισμούς, χορεύω.
Dictionary of Greek. 2013.